- κήρυγμα
- το, -ατοςθρησκευτικός λόγος στους ναούς, διδασκαλία, προτροπή: Ο ιεροκήρυκας σήμερα έκανε ένα ενδιαφέρον κήρυγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Κήρυγμα — (kerygma) (греч.) извещение, проповедь, керигма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κήρυγμα — that which is cried by a herald neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… … Dictionary of Greek
κήρυγμ' — κήρυγμα , κήρυγμα that which is cried by a herald neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυγμάτων — κήρυγμα that which is cried by a herald neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγμασι — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγμασιν — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγματα — κήρυγμα that which is cried by a herald neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγματι — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγματος — κήρυγμα that which is cried by a herald neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)